-
1 βούλευμα
βούλευμα, τό, Rathschluß, Beschluß, Pind. N. 5, 28; oft bei Tragg., bes. häufig im plur., z. B. ἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα Aesch. Spt. 576; seltener Rath, Soph. El. 955. – Prosa, Her. 6, 100. 7, 10, 4; τὰ τῶν πολεμίων Plat. Rep. I, 334 a u. Folgde.
-
2 βουλευμα
1) решение, постановление, тж. заключение, мнение Pind., Trag.2) замысел, план Aesch., Her., Plat., Plut.3) совет, наставление(ἐπισπεῖν βουλεύμασί τινος Soph.)
-
3 βούλευμα
βούλευμαresolution: neut nom /voc /acc sg -
4 βούλευμα
1 purpose, plan —ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν N. 5.28
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. ] σσέ νιν ὑπάτοισιν βουλεύοντι: μασι sc. of Zeus Δ. 4. 36. -
5 βούλευμα
βούλευμα, Ratschluß, Beschluß; seltener: Rat -
6 βούλευμα
το юр. постановление, определение;απαλλακτικό ( — или αθωωτικό) βούλευμα — постановление об освобождении обвиняемого;
παραπεμπτικό βούλευμα — постановление о передаче дела В суд
-
7 βούλευμα
[вулэфма] ουσ ο решение, постановление, указ. -
8 βούλευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούλευμα
-
9 προ-βούλευμα
προ-βούλευμα, τό, Vorbeschluß; bes. in Athen ein vorläufiger Beschluß des Rathes, der erst durch Zustimmung des Volks zu einem βούλευμα wird u. Gültigkeit erhält, also ein Gesetzentwurf, der dem Volke zur Genehmigung vorgetragen werden soll; ἐξήνεγκε προβ. εἰς τὸν δῆμον, Dem. 59, 4; ἐγράφη, 24, 11; ἐκφέρεται πρ. εἰς τὴν ἐκκλησίαν, Aesch. 3, 125, u. A.
-
10 συμ-βούλευμα
συμ-βούλευμα, τό, ertheilter Rath, ϑεοῠ, Xen. Apol. 13.
-
11 μετα-βούλευμα
μετα-βούλευμα, τό, der geänderte Beschluß, Sp.
-
12 βούλευμ'
βούλευμα, βούλευμαresolution: neut nom /voc /acc sg -
13 βουλευματίων
βούλευμαresolution: neut gen plβουλευμάτιονneut gen pl -
14 βουλευμάτων
βούλευμαresolution: neut gen pl -
15 βουλεύμασι
βούλευμαresolution: neut dat pl -
16 βουλεύμασιν
βούλευμαresolution: neut dat pl -
17 βουλεύματα
βούλευμαresolution: neut nom /voc /acc pl -
18 βουλεύματι
βούλευμαresolution: neut dat sg -
19 βουλεύματος
βούλευμαresolution: neut gen sg -
20 βουλεύματ'
βουλεύματα, βούλευμαresolution: neut nom /voc /acc plβουλεύματι, βούλευμαresolution: neut dat sgβουλεύματε, βούλευμαresolution: neut nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
βούλευμα — resolution neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούλευμα — Έτσι ονομάζεται στη νομική επιστήμη η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Αφορά ποινικές υποθέσεις που διεκπεραιώνονται χωρίς να φτάσουν στο ακροατήριο, δηλαδή σε κανονική δίκη, και άλλες που η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο γίνεται με β., το… … Dictionary of Greek
βούλευμα — το απόφαση, γνωμοδότηση, προδικαστική απόφαση: Εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα για τον κατηγορούμενο από το πλημμελειοδικείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βούλευμ' — βούλευμα , βούλευμα resolution neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευματίων — βούλευμα resolution neut gen pl βουλευμάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευμάτων — βούλευμα resolution neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλεύμασι — βούλευμα resolution neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλεύμασιν — βούλευμα resolution neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλεύματα — βούλευμα resolution neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλεύματι — βούλευμα resolution neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλεύματος — βούλευμα resolution neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)